ἰοβόρον

ἰοβόρον
ἰοβόρος
poison-eating
masc/fem acc sg
ἰοβόρος
poison-eating
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιοβόρος — ἰοβόρος, ον (Α) 1. αυτός που τρώει φαρμακερά, αυτός που βιβρώσκει δηλητηριωδώς («πυθεδόνες ἰοβόροι», Νικ.) 2. αυτός που τρέφεται με δηλητήριο, αυτός που τρώει δηλητήριο 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβόρον παλίγκοτον, ἤγουν ὀργίλον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”